κωρυκίς

κωρυκίς
κωρυκίς, -ίδος, ἡ (Α) [κώρυκος]
1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο τής Ιωνίας
2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο
3. αρρώστια τών φύλλων τής φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωρυκίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίς — Κωρύκιος fem nom sg Κωρυκίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίδα — κωρυκίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίδες — κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίσι — κωρυκίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • Κωρυκίδα — Κωρύκιος fem acc sg Κωρυκίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίδες — Κωρύκιος fem nom/voc pl Κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίσι — Κωρύκιος fem dat pl Κωρυκίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”